ευρυπρόσωπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ευπρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευρυπρόσωπος η ευρυπρόσωπη το ευρυπρόσωπο
      γενική του ευρυπρόσωπου της ευρυπρόσωπης του ευρυπρόσωπου
    αιτιατική τον ευρυπρόσωπο την ευρυπρόσωπη το ευρυπρόσωπο
     κλητική ευρυπρόσωπε ευρυπρόσωπη ευρυπρόσωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευρυπρόσωποι οι ευρυπρόσωπες τα ευρυπρόσωπα
      γενική των ευρυπρόσωπων των ευρυπρόσωπων των ευρυπρόσωπων
    αιτιατική τους ευρυπρόσωπους τις ευρυπρόσωπες τα ευρυπρόσωπα
     κλητική ευρυπρόσωποι ευρυπρόσωπες ευρυπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευρυπρόσωπος < ευρυ- + πρόσωπο + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ευρυπρόσωπος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]