ευρυπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ευρυπρόσωπος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευρυπροσωπία
- → δείτε τις λέξεις ευρύς και πρόσωπο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρυπρόσωπος
|