ευρωδιαβατήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ευρωδιαβατήριο | τα | ευρωδιαβατήρια |
γενική | του | ευρωδιαβατήριου & ευρωδιαβατηρίου |
των | ευρωδιαβατήριων & ευρωδιαβατηρίων |
αιτιατική | το | ευρωδιαβατήριο | τα | ευρωδιαβατήρια |
κλητική | ευρωδιαβατήριο | ευρωδιαβατήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρωδιαβατήριο < ευρω- + διαβατήριο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική europass)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρωδιαβατήριο ουδέτερο
- (νεολογισμός) έγγραφο που πιστοποιεί πτυχία και άλλες γνώσεις ή δεξιότητες, ώστε να αναγνωρίζονται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση
- ※ Από το 2005 που πρωτοπαρουσιάστηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 2010, το Ευρωδιαβατήριο (Europass) προσέλκυσε το ενδιαφέρον κυρίως νέων κάτω των 30 ετών από όλη την Ευρώπη, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και περιορισμένης εργασιακής εμπειρίας. (εφ. Καθημερινή, 24/11/2010)
- ※ Το ευρωδιαβατήριο αποτελεί μέτρο που στην ουσία καθιστά το μεγάλο, πολυεθνικό κεφάλαιο αποκλειστικά αρμόδιο για την αποτίμηση των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προσόντων, αφαιρώντας το ρόλο αυτό από το εκπαιδευτικό σύστημα και καθιερώνοντας την αποσύνδεση των τίτλων σπουδών (πανεπιστημιακού ή επαγγελματικού χαρακτήρα) από το δικαίωμα στην εργασία. (εφ. Ριζοσπάστης, 13/2/2005)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευρω- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)