ευρωενωσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρωενωσιακός < Ευρωπαϊκή Ένωση + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ευρωενωσιακός
- που έχει σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Η πολιτική που εφαρμόζεται είναι πλήρως εναρμονισμένη με την ευρωενωσιακή στρατηγική υπέρ των μονοπωλίων. (εφ. Ριζοσπάστης, 22/2/2011)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρωενωσιακός
|