ευρωπαϊσμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευρωπαϊσμός αρσενικό
- (πολιτική, νεολογισμός, Ευρωπαϊκή Ένωση) ιδεολογία που πιστεύει στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και ολοκλήρωση και υποστηρίζει τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα
- ※ Ο ευρωπαϊσμός για τη σύγχρονη, δημοκρατική, μεταρρυθμιστική, ευρωπαϊκή Αριστερά έχει ως πρωταρχικό θεμελιώδες συστατικό την ενίσχυση του φεντεραλισμού, της αντιπροσωπευτικότητας και της δημοκρατίας, σαν αντίβαρο στη συντηρητική, αντιθεσμική πολιτική των κυρίαρχων διευθυντηρίων. (Εφημερίδα των Συντακτών, 28/5/2015)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευρωπαϊσμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ευρωπαϊκή Ένωση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)