ευρύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευρύνω < αρχαία ελληνική εὐρύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]ευρύνω (παθητική φωνή: ευρύνομαι)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του διευρύνω