ευρύχωρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευρύχωρα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευρύχωρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ευρύχωρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευρύχωρος