ευσταλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευσταλής | η | ευσταλής | το | ευσταλές |
γενική | του | ευσταλούς* | της | ευσταλούς | του | ευσταλούς |
αιτιατική | τον | ευσταλή | την | ευσταλή | το | ευσταλές |
κλητική | ευσταλή(ς) | ευσταλής | ευσταλές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευσταλείς | οι | ευσταλείς | τα | ευσταλή |
γενική | των | ευσταλών | των | ευσταλών | των | ευσταλών |
αιτιατική | τους | ευσταλείς | τις | ευσταλείς | τα | ευσταλή |
κλητική | ευσταλείς | ευσταλείς | ευσταλή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευσταλής < αρχαία ελληνική εὐσταλής < εὖ + στέλλω
Επίθετο[επεξεργασία]
ευσταλής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευσταλής
|