ευσταλώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευσταλώς < αρχαία ελληνική εὐσταλῶς < εὐσταλής < εὖ + στέλλω
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευσταλώς
- (λόγιο) με ευσταλές παρουσιαστικό, με ωραίο παράστημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευσταλώς
|