ευστοχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευστοχώ < ελληνιστική κοινή εὐστοχέω / εὐστοχῶ < αρχαία ελληνική εὔστοχος
Ρήμα[επεξεργασία]
ευστοχώ
- είμαι εύστοχος
- (κυριολεκτικά) πετυχαίνω κάποιον στόχο
- (μεταφορικά) επιτυγχάνω στον σκοπό μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευστοχώ
|