ευσυγκίνητος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευσυγκίνητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ευσυγκίνητος, -η, -ο
- κλίση που έχει κάποιος να αισθάνεται έντονα τις συγκινήσεις