ευσύνοπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευσύνοπτος < αρχαία ελληνική εὐσύνοπτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευσύνοπτος, -η, -ο
- που εύκολα συνοψίζεται, που αναδεικνύει την ουσία, την κεντρική ιδέα (για προφορικό ή γραπτό λόγο)
- συνοπτικός, περιληπτικός
- Την παρακάλεσα να μου τα πει με πιο ευσύνοπτο τρόπο, αλλά αυτή δεν με άκουγε, συνεχίζοντας να μου μιλάει ακατάπαυστα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευσύνοπτος
|