ευτρεπισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευτρεπισμός < ελληνιστική κοινή εὐτρεπισμός < αρχαία ελληνική εὐτρεπίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευτρεπισμός αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του ευπρεπισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευτρεπισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)