ευτυχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐτυχία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευτυχία οι ευτυχίες
      γενική της ευτυχίας των ευτυχιών
    αιτιατική την ευτυχία τις ευτυχίες
     κλητική ευτυχία ευτυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευτυχία < αρχαία ελληνική εὐτυχία < εὖ + τύχη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευτυχία θηλυκό

  1. κατάσταση ευφορίας και ψυχοσωματικής ικανοποίησης που πηγάζει από την επίτευξη κάποιων στόχων
  2. καλή τύχη, καλοτυχία

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]