ευφημιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευφημιστικός η ευφημιστική το ευφημιστικό
      γενική του ευφημιστικού της ευφημιστικής του ευφημιστικού
    αιτιατική τον ευφημιστικό την ευφημιστική το ευφημιστικό
     κλητική ευφημιστικέ ευφημιστική ευφημιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευφημιστικοί οι ευφημιστικές τα ευφημιστικά
      γενική των ευφημιστικών των ευφημιστικών των ευφημιστικών
    αιτιατική τους ευφημιστικούς τις ευφημιστικές τα ευφημιστικά
     κλητική ευφημιστικοί ευφημιστικές ευφημιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευφημιστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ευφημιστικός

  • ο λεγόμενος κατ' ευφημισμόν, δηλαδή εγκωμιαστικά ή επαινετικά (ακόμη και αν αποσιωπάται κάτι κακό ή δυσάρεστο)
    αν και ο δεύτερος πυλώνας της ΕΕ ήταν ευφημιστικός, αποκαλούμενος ως κοινή εξωτερική πολιτική, επί της ουσίας έφερε διακυβερνητικά χαρακτηριστικά (ομοφωνία και βέτο) με αποτέλεσμα οι πολίτες να ακούν για κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή εξωτερική πολιτική να μη βλέπουν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]