ευφραντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐφραντικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευφραντικός η ευφραντική το ευφραντικό
      γενική του ευφραντικού της ευφραντικής του ευφραντικού
    αιτιατική τον ευφραντικό την ευφραντική το ευφραντικό
     κλητική ευφραντικέ ευφραντική ευφραντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευφραντικοί οι ευφραντικές τα ευφραντικά
      γενική των ευφραντικών των ευφραντικών των ευφραντικών
    αιτιατική τους ευφραντικούς τις ευφραντικές τα ευφραντικά
     κλητική ευφραντικοί ευφραντικές ευφραντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευφραντικός < ελληνιστική κοινή εὐφραντικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ευφραντικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]