ευφραντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευφραντικός < ελληνιστική κοινή εὐφραντικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ευφραντικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευφραντικά
- → δείτε τη λέξη ευφραίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευφραντικός
|