ευχάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευχάριστος < αρχαία ελληνική εὐχάριστος (ευγνώμων)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛf.ˈxa.ɾi.stɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
ευχάριστος, -η, -ο
- που προκαλεί θετικά συναισθήματα, που προσφέρει ευχαρίστηση, καλός, όμορφος
- περάσαμε ένα ευχάριστο απόγευμα
- (για ανθρώπους) που δημιουργεί θετικά συναισθήματα στους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται σε επαφή με την ευγένειά του ή το χιούμορ του κλπ