ευχαρίστηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευχαρίστηση οι ευχαριστήσεις
      γενική της ευχαρίστησης* των ευχαριστήσεων
    αιτιατική την ευχαρίστηση τις ευχαριστήσεις
     κλητική ευχαρίστηση ευχαριστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευχαριστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευχαρίστηση < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ef.xaˈɾi.sti.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευχαρίστηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]