ευωδιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευωδιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὐωδιάζω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.vo.ðiˈa.zo/ & /e.voˈði̯a.zo/ σε γρήγορο λόγο: /e.voˈðʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ω‐δι‐ά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ευωδιάζω
- αναδίδω ωραία μυρωδιά
- ※ Ο κήπος ευωδιάζει της καρδιάς / Με χρώματα που αγγίζουν την ακμή / Ο κήπος με τα έρημα πουλιά / Με τις σκιές και με τα πορτοκάλια / Με τις αγνές δροσιές που δεν ήπιαμε (Γεώργιος Σαραντάρης, Ο κήπος ευωδιάζει της καρδιάς, 1938)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ευώδης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ ευωδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)