εφέδρανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφέδρανο τα εφέδρανα
      γενική του εφέδρανου των εφέδρανων
    αιτιατική το εφέδρανο τα εφέδρανα
     κλητική εφέδρανο εφέδρανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφέδρανο < αρχαία ελληνική ἐφέδρανον < ἐπί + ἕδρανον < ἕδρα < ἕδος / ἕζομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sedio- < *sed-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφέδρανο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη έδρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]