εφέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εφέτης | οι | εφέτες |
γενική | του | εφέτη | των | εφετών |
αιτιατική | τον | εφέτη | τους | εφέτες |
κλητική | εφέτη | εφέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφέτης < αρχαία ελληνική ἐφέτης < ἐφίημι < ἵημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφέτης αρσενικό ή θηλυκό (για θηλυκό έχει προταθεί και το εφέτρια)
- ο ανώτερος δικαστής, το μέλος εφετείου
- (ιστορία) ο δικαστής στην αρχαία Αθήνα, που δίκαζε φόνους εξ αμελείας