εφίστιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εφίστιος, α, ο
- αυτός που φέρεται μόνιμα επί του ιστού, στην κορυφή του ιστού.
- εφίστιος φανός, εφίστιος σταυρός, εφίστιος κρίνος κ.ά.
- εφιστία λόγχη, εφιστία ημισέληνος κ.ά.
- εφίστιο στέμμα, εφίστιο έμβλημα κ.ά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφίστιος
|