εφαπτομένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφαπτομένη | οι | εφαπτόμενες |
γενική | της | εφαπτομένης | των | εφαπτομένων |
αιτιατική | την | εφαπτομένη | τις | εφαπτόμενες |
κλητική | εφαπτομένη | εφαπτόμενες | ||
Συχνά, διτυπία στον πληθυντικό: και εφαπτομένες με σταθερό τόνο. | ||||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφαπτομένη < ουσιαστικοποιημένη θηλυκό του εφαπτόμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος εφάπτομαι, παθητικής φωνής: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tangente
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφαπτομένη θηλυκό
- (γεωμετρία) ευθεία γραμμή που έχει ένα μόνο κοινό σημείο με μια καμπύλη γραμμή, ή μια καμπύλη επιφάνεια, χωρίς να την τέμνει
- Παραδείγματα: εφαπτομένη σε ένα σημείο Α της περιφέρειας ενός κύκλου, εφαπτομένη σε ένα σημείο Α της επιφάνειας μιας σφαίρας
- (μαθηματικά) τριγωνομετρικός αριθμός μιας γωνίας που ισούται με τον λόγο του μήκους της απέναντι από τη γωνία κάθετης πλευράς ορθογωνίου τριγώνου προς το μήκος της προσκείμενης προς την γωνία κάθετης πλευράς του τριγώνου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κατηγορουμένη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)