εφαπτόμενος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
πτώση
ενικός
ονομαστική
εφαπτόμεν
ος
εφαπτόμεν
η
εφαπτόμεν
ο
γενική
εφαπτόμεν
ου
εφαπτόμεν
ης
εφαπτόμεν
ου
αιτιατική
εφαπτόμεν
ο
εφαπτόμεν
η
εφαπτόμεν
ο
κλητική
εφαπτόμεν
ε
εφαπτόμεν
η
εφαπτόμεν
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
εφαπτόμεν
οι
εφαπτόμεν
ες
εφαπτόμεν
α
γενική
εφαπτόμεν
ων
εφαπτόμεν
ων
εφαπτόμεν
ων
αιτιατική
εφαπτόμεν
ους
εφαπτόμεν
ες
εφαπτόμεν
α
κλητική
εφαπτόμεν
οι
εφαπτόμεν
ες
εφαπτόμεν
α
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
εφαπτόμενος
μετοχή
ενεργητικού
ενεστώτα
του
ρήματος
εφάπτομαι
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
εφαπτόμενος
αγγλικά
:
tangent
(en)
,
adjoining
(en)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το «όμορφος»
Ελληνική γλώσσα
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες