εφαρμογή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφαρμογή οι εφαρμογές
      γενική της εφαρμογής των εφαρμογών
    αιτιατική την εφαρμογή τις εφαρμογές
     κλητική εφαρμογή εφαρμογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφαρμογή < εφ- (επί) + αρμογή < αρμόζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.faɾ.moˈʝi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφαρμογή θηλυκό

  1. η ενέργεια κατά την οποία τοποθετούμε ή απλώνουμε κάτι σε μία επιφάνεια, το άπλωμα, ο απλωμός
    η εφαρμογή μιας αλοιφής ή μιας βεντούζας
  2. η κατάσταση κατά την οποία δύο διαφορετικά σώματα ή τμήματα ενός σώματος εφαρμόζουν το ένα με το άλλο, συνταιριάζουν ή ακουμπούν το ένα με το άλλο κατά τρόπο λειτουργικό
    υπάρχει ένα πρόβλημα στην εφαρμογή της πόρτας με την κάσα.
    αυτό το ρούχο τής πάει γάντι. Τέλεια εφαρμογή με το σώμα της!
  3. η υλοποίηση
    η εφαρμογή μιας θεωρίας στην πράξη αναδεικνύει και τις όποιες αδυναμίες της.
  4. η αξιοποίηση μιας γενικής αρχής, μιας επιστημονικής θεωρίας - ανακάλυψης ή μιας δυνατότητας
    μια εφαρμογή του ηλεκτρομαγνητισμού συναντάμε στα σύγχρονα τρένα
  5. (πληροφορική) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή για συγκεκριμένη εργασία
     συνώνυμα: λογισμικό, πρόγραμμα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]