εφαρμογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.faɾ.moˈʝi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφαρμογή θηλυκό
- η ενέργεια κατά την οποία τοποθετούμε ή απλώνουμε κάτι σε μία επιφάνεια, το άπλωμα, ο απλωμός
- η εφαρμογή μιας αλοιφής ή μιας βεντούζας
- η κατάσταση κατά την οποία δύο διαφορετικά σώματα ή τμήματα ενός σώματος εφαρμόζουν το ένα με το άλλο, συνταιριάζουν ή ακουμπούν το ένα με το άλλο κατά τρόπο λειτουργικό
- υπάρχει ένα πρόβλημα στην εφαρμογή της πόρτας με την κάσα.
- αυτό το ρούχο τής πάει γάντι. Τέλεια εφαρμογή με το σώμα της!
- η υλοποίηση
- η εφαρμογή μιας θεωρίας στην πράξη αναδεικνύει και τις όποιες αδυναμίες της.
- η αξιοποίηση μιας γενικής αρχής, μιας επιστημονικής θεωρίας - ανακάλυψης ή μιας δυνατότητας
- μια εφαρμογή του ηλεκτρομαγνητισμού συναντάμε στα σύγχρονα τρένα
- (πληροφορική) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή για συγκεκριμένη εργασία
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφαρμογή