εφαρμοστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εφαρμοστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εφαρμόζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εφαρμόζομαι
  3. θα εφαρμοστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εφαρμόζομαι