εφαρμοστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εφαρμοστικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την εφαρμογή, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εφαρμόζω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εφαρμοστικός νόμος: (νομικός όρος) νόμος που συμβάλλει στη πρακτική εφαρμογή μιας συμφωνίας, ενός μνημονίου κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφαρμοστικός
|
εφαρμοστικός νόμος