εφεδρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εφεδρικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους έφεδρους και την εφεδρεία
- που μένει προσωρινά αχρησιμοποίητος (για αντικείμενα) ή εκτός δράσης (για πρόσωπα) και είναι άμεσα διαθέσιμος ώστε να αντικαταστήσει κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να επιτελέσει το έργο του λόγω φθοράς, βλάβης, έκτακτης ανάγκης, κόπωσης κλπ
- ※ Η σημερινή γενιά των αντιδραστήρων είναι φορτωμένη με έναν λαβύρινθο από εφεδρικούς κινητήρες, αντλίες, βαλβίδες και συστήματα ελέγχου που πρέπει να ενεργοποιηθούν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Τετάρτη, 9 Σεπτεμβρίου 2009)