εφετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εφεκτικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφετικός η εφετική το εφετικό
      γενική του εφετικού της εφετικής του εφετικού
    αιτιατική τον εφετικό την εφετική το εφετικό
     κλητική εφετικέ εφετική εφετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφετικοί οι εφετικές τα εφετικά
      γενική των εφετικών των εφετικών των εφετικών
    αιτιατική τους εφετικούς τις εφετικές τα εφετικά
     κλητική εφετικοί εφετικές εφετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφετικός < ἐφετικός < ἐφίημι < ἵημι

Επίθετο[επεξεργασία]

εφετικός γραμμ. ο γραμματικός τύπος που δηλώνει σφοδρή επιθυμία

  • εφετικά ρήματα της αρχαίας ελληνικής σε -ιάω ή -είω, όπως μητιάω, κλαυσιάω, τυραννησείω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]