εφευρέτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εφευρέτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη εφευρέτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφευρέτρια
εφευρέτρια θηλυκό