εφεύρεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφεύρεση οι εφευρέσεις
      γενική της εφεύρεσης* των εφευρέσεων
    αιτιατική την εφεύρεση τις εφευρέσεις
     κλητική εφεύρεση εφευρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφευρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφεύρεση < (ελληνιστική κοινή) ἐφεύρεσις < ἐπι- + εὕρεσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφεύρεση θηλυκό

  • η δημιουργία ενός νέου αντικειμένου, που δεν υπήρχε προηγουμένως ή εύρεση μιας νέας μεθόδου

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]