εφημερία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφημερία οι εφημερίες
      γενική της εφημερίας των εφημεριών
    αιτιατική την εφημερία τις εφημερίες
     κλητική εφημερία εφημερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφημερία < (ελληνιστική κοινή) ἐφημερία < ἐπί + ἡμέρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφημερία θηλυκό

  1. η υπηρεσία πέρα από το κανονικό πρόγραμμα και ωράριο
  2. (συνεκδοχικά) ο χρόνος της υπηρεσίας και το (ενδεχόμενο) ποσό αποζημίωσης
  3. η επιτήρηση από εκπαιδευτικούς των μαθητών και των χώρων του σχολείου σε ώρες εκτός διδακτικού ωραρίου
  4. (θρησκεία) η εβδομαδιαία (συνήθως) υπηρεσία κληρικών σε ναό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]