εφημεριδοφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εφημεριδογράφος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εφημεριδοφάγος οι εφημεριδοφάγοι
      γενική του/της εφημεριδοφάγου των εφημεριδοφάγων
    αιτιατική τον/την εφημεριδοφάγο τους/τις εφημεριδοφάγους
     κλητική εφημεριδοφάγε εφημεριδοφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφημεριδοφάγος < εφημερίδ(α) + -ο- + -φάγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.fi.me.ɾi.ðoˈfa.ɣos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφημεριδοφάγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]