εφησυχάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφησυχάζω < ελληνιστική κοινή ἐφησυχάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
εφησυχάζω
- (αμετάβατο) παύω να ανησυχώ για κάτι και έτσι δε βρίσκομαι σε ετοιμότητα να αντιδράσω
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να πάψει να ανησυχεί και να μη βρίσκεται σε ετοιμότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εφησύχαση
- εφησυχασμός
- εφησυχαστικά
- εφησυχαστικός
- → δείτε τις λέξεις επί, ησυχάζω και ήσυχος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφησυχάζω