εφοδιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφοδιασμένος η εφοδιασμένη το εφοδιασμένο
      γενική του εφοδιασμένου της εφοδιασμένης του εφοδιασμένου
    αιτιατική τον εφοδιασμένο την εφοδιασμένη το εφοδιασμένο
     κλητική εφοδιασμένε εφοδιασμένη εφοδιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφοδιασμένοι οι εφοδιασμένες τα εφοδιασμένα
      γενική των εφοδιασμένων των εφοδιασμένων των εφοδιασμένων
    αιτιατική τους εφοδιασμένους τις εφοδιασμένες τα εφοδιασμένα
     κλητική εφοδιασμένοι εφοδιασμένες εφοδιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφοδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εφοδιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

εφοδιασμένος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]