εφοδιοπομπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφοδιοπομπή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) πομπή ή φάλαγγα οχημάτων που μεταφέρει εφόδια
εφοδιοπομπή θηλυκό