εφοπλιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφοπλιστής οι εφοπλιστές
      γενική του εφοπλιστή των εφοπλιστών
    αιτιατική τον εφοπλιστή τους εφοπλιστές
     κλητική εφοπλιστή εφοπλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφοπλιστής < αρχαία ελληνική ἐφοπλίζω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική armateur)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.fo.pliˈstis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφοπλιστής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: εφοπλίστρια & εφοπλιστίνα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]