Μετάβαση στο περιεχόμενο

εφορία

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εὐφορία, εφορεία, ευφορία, ἐφορεία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφορία οι εφορίες
      γενική της εφορίας των εφοριών
    αιτιατική την εφορία τις εφορίες
     κλητική εφορία εφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εφορία < έφορ(ος) + -ία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.foˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εφορία

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εφορία θηλυκό

  1. η οικονομική υπηρεσία του δημοσίου που έχει ως αρμοδιότητα τη βεβαίωση και είσπραξη φόρων, τελών και άλλων προσόδων
  2. το κτίριο της οικονομικής υπηρεσίας (1)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]