εφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφορία | οι | εφορίες |
γενική | της | εφορίας | των | εφοριών |
αιτιατική | την | εφορία | τις | εφορίες |
κλητική | εφορία | εφορίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.foˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φο‐ρί‐α
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εφορία θηλυκό
- η οικονομική υπηρεσία του δημοσίου που έχει ως αρμοδιότητα τη βεβαίωση και είσπραξη φόρων, τελών και άλλων προσόδων
- το κτίριο της οικονομικής υπηρεσίας (1)