εφορμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐφορμῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εφορμώ < αρχαία ελληνική ἐφορμάω / ἐφορμῶ

εφορμώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]