εφτάμηνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εφτάμηνο | τα | εφτάμηνα |
γενική | του | εφτάμηνου & εφταμήνου |
των | εφτάμηνων & εφταμήνων |
αιτιατική | το | εφτάμηνο | τα | εφτάμηνα |
κλητική | εφτάμηνο | εφτάμηνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφτάμηνο < ουδέτερο του εφτάμηνος < (ελληνιστική κοινή) ἑπτάμηνος < αρχαία ελληνική ἑπτά + μήν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφτάμηνο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφτάμηνο
|