εφυαλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφυαλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εφυαλώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.fi.a.loˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
εφυαλωμένος -η -ο
- που έχει υποστεί εφυάλωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφυαλωμένος
|