Μετάβαση στο περιεχόμενο

εψιλέ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εψιλέ <  δείτε τη λέξη ψιλέ κληρονομημένο από τη δωρική διάλεκτο ὀπτίλος (αρχαία ελληνική ὀφθαλμός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εψιλέ αρσενικό