εωσφορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εωσφορικός η εωσφορική το εωσφορικό
      γενική του εωσφορικού της εωσφορικής του εωσφορικού
    αιτιατική τον εωσφορικό την εωσφορική το εωσφορικό
     κλητική εωσφορικέ εωσφορική εωσφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εωσφορικοί οι εωσφορικές τα εωσφορικά
      γενική των εωσφορικών των εωσφορικών των εωσφορικών
    αιτιατική τους εωσφορικούς τις εωσφορικές τα εωσφορικά
     κλητική εωσφορικοί εωσφορικές εωσφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εωσφορικός < Εωσφόρος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εωσφορικός

  • που έχει σχέση με τον Εωσφόρο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον χαρακτηρίζει

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]