εύθετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύθετος | η | εύθετη | το | εύθετο |
γενική | του | εύθετου | της | εύθετης | του | εύθετου |
αιτιατική | τον | εύθετο | την | εύθετη | το | εύθετο |
κλητική | εύθετε | εύθετη | εύθετο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύθετοι | οι | εύθετες | τα | εύθετα |
γενική | των | εύθετων | των | εύθετων | των | εύθετων |
αιτιατική | τους | εύθετους | τις | εύθετες | τα | εύθετα |
κλητική | εύθετοι | εύθετες | εύθετα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εύθετος < αρχαία ελληνική εὔθετος < εὖ + τίθημι
Επίθετο
[επεξεργασία]εύθετος, -η, -ο
- καλά / σωστά τοποθετημένος
- (μεταφορικά) (για χρόνο) κατάλληλος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (λόγιο) εν ευθέτω χρόνω: την κατάλληλη στιγμή, όταν πρέπει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδιευθέτητος
- διευθέτηση
- διευθετημένος
- εύθετα (ευθέτως)
- ευθετώ
- → δείτε τη λέξη θέτω