Μετάβαση στο περιεχόμενο

εύκολα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εὔκολα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εύκολα < εύκολ(ος) + . Δείτε και το μεσαιωνικό εὔκολα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈef.ko.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύκολα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εύκολα, συγκριτικός: ευκολότερα, υπερθετικός:  ευκολότατα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

εύκολα