εύλαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύλαλος | η | εύλαλη | το | εύλαλο |
γενική | του | εύλαλου | της | εύλαλης | του | εύλαλου |
αιτιατική | τον | εύλαλο | την | εύλαλη | το | εύλαλο |
κλητική | εύλαλε | εύλαλη | εύλαλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύλαλοι | οι | εύλαλες | τα | εύλαλα |
γενική | των | εύλαλων | των | εύλαλων | των | εύλαλων |
αιτιατική | τους | εύλαλους | τις | εύλαλες | τα | εύλαλα |
κλητική | εύλαλοι | εύλαλες | εύλαλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εύλαλος < ελληνιστική κοινή εὔλαλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εύλαλος αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εύλαλος
|