εύσπλαχνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύσπλαχνα < εύσπλαχν(ος) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈef.spla.xna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐σπλα‐χνα
Επίρρημα[επεξεργασία]
εύσπλαχνα
- με εύσπλαχνο τρόπο, με ευσπλαχνία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σπλάχνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εύσπλαχνα
|