εύσπλαχνος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εύσπλαχνος < ελληνιστική κοινή εὔσπλαγχνος
Επίθετο
[επεξεργασία]εύσπλαχνος, -η, -ο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- εύσπλαχνα
- ευσπλαχνία
- ευσπλαχνίζομαι
- ευσπλαχνικός
- → δείτε τη λέξη σπλάχνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εύσπλαχνος
|