εύχρηστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύχρηστος < αρχαία ελληνική εὔχρηστος < εὖ + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια άχρηστος, δύσχρηστος, κοινόχρηστος)
Επίθετο[επεξεργασία]
εύχρηστος, -η, -ο
- ευχρησιμοποίητος, ευχρησιμοποιούμενος, εύκολος στην χρήση - εφαρμογή
- που αποτελεί βασικό πρακτικό εργαλείο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εύχρηστος
εύκολος στην χρήση
απολύτως απαραίτητο, βασικό πρακτικό εργαλείο
|