εἰδωλομανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ειδωλομανία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἰδωλομανία< (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εἰδωλομανία. Μορφολογικά αναλύεται σε είδωλ(ον) + -ο- + -μανία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εἰδωλομανία θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἰδωλομανί αἱ εἰδωλομανίαι
      γενική τῆς εἰδωλομανίᾱς τῶν εἰδωλομανιῶν
      δοτική τῇ εἰδωλομανί ταῖς εἰδωλομανίαις
    αιτιατική τὴν εἰδωλομανίᾱν τὰς εἰδωλομανίᾱς
     κλητική ! εἰδωλομανί εἰδωλομανίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰδωλομανί
γεν-δοτ τοῖν  εἰδωλομανίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἰδωλομανία< είδωλ(ον) + -ο- + -μανία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εἰδωλομανία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις εἴδωλον και μανία

Πηγές[επεξεργασία]