εἰδύλλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | εἰδύλλιον | εἰδυλλίω | εἰδύλλια |
Γενική | εἰδυλλίου | εἰδυλλίοιν | εἰδυλλίων |
Δοτική | εἰδυλλίῳ | εἰδυλλίοιν | εἰδυλλίοις |
Αιτιατική | εἰδύλλιον | εἰδυλλίω | εἰδύλλια |
Κλητική | εἰδύλλιον | εἰδυλλίω | εἰδύλλια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἰδύλλιον
- μικρό σε έκταση ποίημα με ερωτικό κυρίως περιεχόμενο και αναφορά στην αγροτική-ποιμενική ζωή (βασισμένο στην ποίηση του Θεοκρίτου)